γενναίαν

γενναίαν
γενναί̱ᾱν , γενναῖος
true to one's birth
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ζαννετίνος, Διονύσιος — (; – Βενετία 1566). Καθολικός κληρικός και λόγιος από την Κρήτη. Διετέλεσε επίσκοπος Κέω και Κύθνου και, αργότερα, Χερρονήσου και Μυλοποτάμου Κρήτης. Το 1555 παραιτήθηκε από το αξίωμα και εγκαταστάθηκε στη Βενετία όπου και πέθανε. Ο Z.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”